αυτοφανής

αυτοφανής
ης, ες см. αότόδηλος

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αυτοφανής" в других словарях:

  • αὐτοφανής — self appearing masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανῆ — αὐτοφανής self appearing neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αὐτοφανής self appearing masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αὐτοφανής self appearing masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανεῖς — αὐτοφανής self appearing masc/fem acc pl αὐτοφανής self appearing masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανές — αὐτοφανής self appearing masc/fem voc sg αὐτοφανής self appearing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανοῦς — αὐτοφανής self appearing masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανέσι — αὐτοφανής self appearing masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανῶν — αὐτοφανής self appearing masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοφανῶς — αὐτοφανής self appearing adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυτοφαής — και αυτοφανής αὐτοφαής, ές και αὐτοφανής, ές (Α) αφ εαυτού φανερός, αυτόδηλος, ολοφάνερος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αυτοφαής < αυτο + φαής < φάος (πρβλ. αμφιφαής) και ο τ. αυτοφανής < αυτο + φανής < εφάνην (αόρ. του φαίνομαι)] …   Dictionary of Greek

  • αυτο- — [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτός. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, με ιδιαίτερη επίδοση στη μεθομηρική και όψιμη Ελληνική καθώς και στη Νεοελληνική. Κατά τη σύνθεση, ο τ. εμφανίζεται κανονικά με έκθλιψη… …   Dictionary of Greek

  • αφανής — ές (AM ἀφανής, ές) 1. αυτός που δεν είναι ορατός, που δεν φαίνεται, ο αθέατος 2. άσημος, μη ένδοξος, μη φημισμένος αρχ. 1. (για στρατιώτες) αυτός του οποίου το πτώμα δεν βρέθηκε μετά τη μάχη 2. αόρατος, κρυμμένος, ακατάληπτος, μυστικός 3.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»